Γιατί σε λίγο, σαν θα χτυπάς την πόρτα μου,
θα νομίζω πως είναι τα γηρατειά,
πως είν’ ο χειμώνας, πως είν’ ο θάνατος.
Μην αργείς.
κι απ’ τους δρόμους που περνάς.
Απ’ τα παράθυρα κρέμονται τα χέρια μου
και σε καλούν.
Στάσου κι αφουγκράσου κάτω απ’ τα σπίτια.
Σ’ όλα κυλάει ο αέρας σου.
Όλα ξέρουν τ’ όνομά σου.
Μην αργείς.
Είναι σαν το σκάσιμο της μυγδαλιάς.
Σαν το πανί που πλέει στο λιμάνι.
Σαν κελάηδισμα, σαν γέλιο πρωινό.
Στο δρόμο μην αργείς. Είναι γιομάτοι Φαίακες,
είναι γεμάτοι πλάνεμα, οι δρόμοι.
Οι δρόμοι γλιστρούν, χυμούν αρπαχτικοί
και κλέβουν.
Μην αργείς.
θα περπατήσω όλη την Υδρόγειο του πόνου μου.
Θα περπατήσω όλα τ’ αγκάθια, κι όλους τους γκρεμούς.
Γιατί να περιμένω είναι σαν να πεθαίνω.
Γι’ αυτό: Μην αργείς.
Μενέλαος Λουντέμης / "Κραυγή στα πέρατα"