Τα μάτια που είχα μου τα ξόδεψαν∙
αγνώριστα ανάμεσα σε δυο σταυρούς.
Παίζοντας με δυο κορμιά ο αποσπερίτης
κι εκείνος ο αχινός, σαν ένα πρόσωπο
με το φως του καντηλιού πάνω στα χείλια.
Ταξιδεύοντας στα έλατα – η φωνή μου τυφλή.
Το μυροφόρο δάκρυ όπου δίχως
να κοιτάζω υπάρχει ένα κομμάτι στο νερό∙
αμετάφραστο το άλλο μισό του σώματος.
Ωραιότερη η φλέβα μες στον ουρανό –
η μοίρα έγκυρη στο ξαναγέννημά της,
με τον τρόπο που έχουν τα μαλλιά
να στέκονται στους ώμους – σπαράγματα
της μουσικής απ’ τα χαμόκλαδα.
Αλήθεια, τον κατάλαβα τον άνθρωπο
όταν ζήτησε το θάνατο.
Μάτια μακρινά πόσο σας στένεψαν.
Ευθύμιος Λέντζας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου